βοηθητικός

βοηθητικός
βοηθ-ητικός, ή, όν,
A ready or able to help, serviceable,

τινί Arist. Rh.1374a24

;

τοῖς πένησι Plu.Sol.29

;

τῶν δεομένων Diotog.

ap. Stob. 4.7.62; πρός τι so as to keep it off, Arist.Pol.1267a16; or towards promoting it, Id.HA515b9: [comp] Comp. -ώτερον, τὸ ἄρρεν τοῦ θήλεος ib. 608b15: [comp] Sup.

-ώτατος Iamb.VP25.111

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βοηθητικός — ready masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθητικός — ή, ό (AM βοηθητικός, ή, όν) [βοηθώ] κατάλληλος ή ικανός να βοηθήσει νεοελλ. 1. εκείνος που υποβοηθεί, που έχει δευτερεύουσα σημασία 2. το αρσ. ως ουσ. ο βοηθητικός ο στρατιώτης που λόγω κάποιου προβλήματος υγείας δεν κατατάσσεται στους μάχιμους… …   Dictionary of Greek

  • βοηθητικός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί ή είναι κατάλληλος να βοηθήσει: Η εργασιακή εμπειρία είναι βοηθητική στην καριέρα κάποιου. 2. (γραμμ.), βοηθητικά ρήματα, βοηθητικά μόρια: Τα ρήματα έχω και είμαι ονομάζονται βοηθητικά. 3. ο δευτερεύων, όχι ο βασικός και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βοηθητικά — βοηθητικός ready neut nom/voc/acc pl βοηθητικά̱ , βοηθητικός ready fem nom/voc/acc dual βοηθητικά̱ , βοηθητικός ready fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθητικώτερον — βοηθητικός ready adverbial comp βοηθητικός ready masc acc comp sg βοηθητικός ready neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθητικόν — βοηθητικός ready masc acc sg βοηθητικός ready neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθητικώτατα — βοηθητικός ready adverbial superl βοηθητικός ready neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθητικοῦ — βοηθητικός ready masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθητικούς — βοηθητικός ready masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθητικῆς — βοηθητικός ready fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθητική — βοηθητικός ready fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”